αναπόσβεστος

αναπόσβεστος
-η, -ο (Α ἀναπόσβεστος, -ον) [ἀποσβέννυμι]
νεοελλ.
1. αυτός που δεν αποσβέστηκε ή δεν μπορεί κανείς να αποσβέσει, αδιάγραπτος, ανεξίτηλος
2. αυτός που δεν εξοφλήθηκε, ανεξόφλητος, απλήρωτος
αρχ.
αυτός που δεν σβήνει, ο άσβηστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναπόσβεστος — η, ο 1. αυτός που δεν αποσβέστηκε, δε διαγράφηκε: Έχω ακόμη μερικές οικονομικές υποχρεώσεις αναπόσβεστες. 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να διαγράψει, να ξοφλήσει: Έχω μια αναπόσβεστη οφειλή απέναντί σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναπόσβεστον — ἀναπόσβεστος inextinguishable masc/fem acc sg ἀναπόσβεστος inextinguishable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”